Η συγγραφέας Μαρία Παπαϊωάννου, ήρθε στο “Art for Change festival” του Μusic Αrt Μagazine που έγινε στον πολυχώρο τέχνης Faust 24-26 Μαΐου για να “ζωγραφίσει” μεγάλα λογοτεχνικά έργα και να βάλει χρώμα στο λευκό διάστημα ανάμεσα στις γραμμές ενός βιβλίου. Τα κατάφερε εξαιρετικά…Απολαύστε το λογοτεχνικό της κείμενο, παρακάτω:
”Η επίσκεψη”
Τον κοίταζε επίμονα όσο εκείνος ζωγράφιζε. Τον έβλεπε να πιάνει τα πινέλα του προσεκτικά και να τα ξεπλένει σε ένα πλαστικό κουτί με θολό νερό. Έπειτα τα ακουμπούσε απαλά επάνω στην παλέτα του και ανακάτευε τα χρώματα μεταξύ τους.
Είχε μέρες που τον παρατηρούσε να μένει μες στο σπίτι κλεισμένος, με τα παράθυρα σφαλισμένα, φορώντας μόνο ένα λευκό μουντζουρωμένο φανελάκι και μία φόρμα λερωμένη από λευκή μπογιά. Καθόταν αμίλητος και κάπου κάπου κρατούσε την αναπνοή του έως ότου να τελειώσει μία ευθεία γραμμή ή να ρίξει λίγο σκούρο μπλε για να φανεί πιο έντονος ο ουρανός.
Δεν την είχε αντιληφθεί, και πώς θα μπορούσε άλλωστε; Είχε επιλέξει να μην του εμφανιστεί μέχρι να δει το έργο του να τελειώνει. Αλλά οι ημέρες κυλούσαν και γίνονταν γρήγορα νύχτες και μετά πάλι χάραμα και έπειτα ζεστό μεσημέρι. Και εκείνος εκεί. Να προσπαθεί να φτιάξει το άυλο. Να δώσει υπόσταση στο ανύπαρκτο. Να μετουσιώσει την σκέψη του.
Κάποτε τον είδε να σηκώνεται από την θέση που είχε πάρει όσο σχεδίαζε και να πηγαίνει προς την κουζίνα. Να ανοίγει το ψυγείο και να πίνει μία γουλιά νερό. Μόνο αυτό έκανε όσες ημέρες ήταν μαζί του. Λίγο νερό, δύο ώρες ύπνο και μετά πάλι δουλειά. Είχε μάλλον κάποια εμμονή με το σχέδιό του και αυτό μπορούσες να το καταλάβεις από τον τρόπο που το κοίταζε ακόμη και όσο ξεδιψούσε. Δεν το άφηνε από τα μάτια του. Καμιά φορά κοιμόταν στον χώρο που δούλευε. Ξυπνούσε, και κοίταζε ξανά τον πίνακά του. Το δημιούργημά του. Πόσο όμορφος είναι αλήθεια ένας αφοσιωμένος άνθρωπος; Αυτό σκεφτόταν εκείνη όσο τον ζύγιζε με το γεμάτο περιέργεια βλέμμα της.
Ένα βράδυ, αργά, προς το χάραμα σχεδόν, ο ζωγράφος τελείωσε. Τράβηξε μία τελευταία λευκή γραμμή, ξέπλυνε τα πινέλα του και έκανε τέσσερα βήμματα πίσω για να θαυμάσει το έργο του. Πήρε μία βαθιά ανάσα, έβγαλε όλο τον αέρα και τράβηξε πίσω τα μαλλιά από το ιδρωμένο του μέτωπο με ανακούφιση. Είχε τελειώσει. Τα είχε καταφέρει και αυτή την φορά. Η ικανοποίηση φαινόταν στο πρόσωπό του τόσο έκδηλα που θαρρείς και μπορούσε να την ακούσει κάποιος ακόμη και δίχως να μιλάει καθόλου εκείνος. Πήγε πάλι μέχρι την κουζίνα, αυτή την φορά δίχως να κοιτάξει καθόλου πίσω. Το βάδισμά του τώρα ήταν πιο ρυθμικό και γρήγορο. Αυτό δήλωνε και την ικανοποίηση της δημιουργίας που όμοιά της δεν έχει υπάρξει καμία άλλη ηδονή. Άνοιξε το ψυγείο και αυτή την φορά έβγαλε από μέσα του μία μπύρα. Εκείνη βρήκε την ευκαιρία και βημάτισε προς το έργο του καλλιτέχνη. Στάθηκε μπροστά του και το παρατηρούσε από κοντά γεμάτη περιέργεια. Τα μεγάλα της μάτια που ρουφούσαν κάθε σπιθαμή από τον καμβά είχα γεμίσει χρώματα και φως. Παρόλο που το δωμάτιο ήταν σκοτεινό εκείνη έλαμπε από την λάμψη που ακτινοβολούσε ο πολύχρωμος πίνακας.
Βγήκε από την κουζίνα και στην θέα αυτού που αντίκρυσε έμεινε άφωνος. Σκούπισε με το χέρι του τα βρεγμένα χείλη του και βημάτισε προς την φιγούρα που στεκόταν μπροστά από το έργο του για να δει αν είναι αληθινή ή αποκύημα της φαντασίας του.
Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε. Φορούσε ένα καφέ ανδρόγυνο κοστούμι με γιλέκο και γραβάτα. Τα μαλλιά της πυκνά και μαύρα, και αχτένιστα καθώς ήταν ακουμπούσαν απαλά στην μέση της. Τα πελώρια παρατηρητικά της μάτια τώρα ρουφούσαν κάθε λεπτομέρεια του ίδιου. Του γέλασε με νόημα και τον πλησίασε. Εκείνος έκανε ένα βήμα πίσω αλλά κάτι μέσα του τον έφερνε πιο κοντά της. Σαν να την ήξερε. Σαν να την είχε ξανασυνατήσει. Σαν να την γνώριζε από πάντα και πριν από πάντα, πριν καταλάβει την σκέψη του, και πιο πριν, πριν αρχίσει να σκέφτεται, πριν αποφασίσει να ορίσει τον ανήσυχο νου του. Σε μια στιγμή του ήρθε μία αίσθηση απέχθειας για το πρόσωπό της και τότε σαν να κατάλαβε από που την γνώριζε.
Εκείνη είχε φτάσει ήδη πολύ κοντά του. Σχεδόν ακουμπούσε τα χείλη της με τα δικά του. Η ανάσα της χάιδευε τα μάγουλά του και η μυρωδιά της πια τον είχε πείσει ότι πράγματι ήταν εκείνη. Μύριζε σαν παλιά βιβλιοθήκη. Όπως το γραφείο του πατέρα του με τις κλειστές πόρτες που άνοιγαν μόνο για να τον χώσουν μέσα και να τον φυλακίσουν ανάμεσα στις χιλιάδες σελίδες που έπρεπε να διαβαστούν. Τα χέρια της. Λεπτά και απεριποίητα. Ανάμεσα στον δείκτη και στον παράμεσο της δεξιάς παλάμης μία στάμπα από μαύρο μελάνι. Και κομμένα σε χίλιες μεριές από το απρόσεχτο γύρισμα των χάρτινων σελίδων. “Πόσο πονάει όταν κόβει το χαρτί, ε;” Μάντευε την ερώτησή της στο κεφάλι του και συνέχισε να ανασαίνει επάνω του στιλώνοντας το βλέμμα της μέσα στο δικό του.
Πήρε την μπύρα από το χέρι του του και ήπιε μία μεγάλη γουλιά. Έπειτα έβγαλε μία μαύρη ταμπακιέρα από την μέσα θήκη του σακακιού της και ένα μικρό τσακμάκι και άναψε ένα τσιγάρο που είχε φτιάξει μόνη της.
Γύρισε την πλάτη της και την είδε να ξεμακραίνει προς το δωμάτιο που βρισκόταν το έργο καθώς ο καπνός από το τσιγάρο της έμενε πίσω της σχηματίζοντας πάνω από το κεφάλι της γράμματα και λέξεις. Φράσεις ολόκληρες. Κάθε ρουφηξιά και δύο αράδες. Ένα τσιγάρο σχεδόν ένα ολόκληρο κεφάλαιο.
Πήγε κοντά της και κάθισε δίπλα της όσο εκείνη χάζευε τον πίνακα. Κάποτε βρήκε το κουράγιο να μιλήσει:
“Τί θες;” την ρώτησε με φωνή που έτρεμε.
“Εσένα” του απάντησε δίχως να το σκεφτεί κάν. Περίμενε την ερώτηση και είχε σχεδιάσει ήδη την απάντηση.
“Θέλω να με ζωγραφίσεις” του είπε και έσβησε το τσιγάρο της στο πάτωμα. Το πάτησε με το γυαλιστερό παπούτσι της και εκείνο χάθηκε σαν να άνοιξε ένας λασπωμένος λάκκος και να το ρούφηξε στα έγκατα του διαμερίσματος του.
“Πώς να σε ζωγραφίσω;” ψέλλισε εκείνος και άρχισε να ψάχνει μες στο σπίτι κάτι αόριστο με το βλέμμα μην μπορώντας να πιστέψει αυτό που του συνέβαινε. Σίγουρα είχε αρχίσει να χάνει τα λογικά του. Σίγουρα είχε αρχίσει να τρελλαίνεται.
Εκείνη έβγαλε αργά το σακάκι της. Το πέταξε σε μία από τις δύο ξύλινες καρέκλες που υπήρχαν στον χώρο, τράβηξε τα μαλλιά της πίσω και τον ρώτησε ευθέως πια: “Δεν σου αρέσω και το ξέρω. Εσύ, όμως, μου αρέσεις και θέλω μία ευκαιρία. Μόνο μία. Θέλω να με δεις μέσα από τα δικά σου μάτια. Θέλω να με ανακαλύψεις και θέλω και εγώ να σου αποκαλυφθώ. Θέλω να με διεκδικήσεις και να με οριοθετήσεις. Να με ελευθερώσεις από την αυστηρότητα και τους κανόνες, από το μαύρο των γραμμάτων και το λευκό των σελίδων και να με χρωματίσεις με τις μπογιές σου. Να μου τραβήξεις ακαθόριστες γραμμές και να δώσεις μορφή στα χαρακτηριστικά μου. Μπορείς; Ξέρω ότι μπορείς.”
Εκείνος μετά και από αυτά τα λόγια δεν είχε πια μυαλό για να προβάλλει αντιστάσεις. Ήταν πολύ κουρασμένος αλλά μονομιάς όλη η αδυναμία που ένιωθε ήταν σχεδόν λυτρωτική. Ίσως αν αφηνόταν σε εκείνη, ίσως εάν την άφηνε να τον οδηγήσει να κατάφερνε αυτό που του ζητούσε. Ίσως να άγγιζε αυτό που όλοι σαν εκείνον θέλουν αλλά λίγοι φτάνουν. Την μεγάλη αλήθεια. Την μεγάλη έκφραση. Την μεγάλη μάνα για όλα τα θαύματα του κόσμου.
Έγνεψε το κεφάλι του καταφατικά και έπιασε ξανά τις μπογιές του. Έπλυνε τα πινέλα του και αφού κατέβασε τον έτοιμο καμβά από το καβαλέτο του, τοποθέτησε έναν καινούριο πάλλευκο – αψεγάδιαστο όπως είναι η σελίδα που κοιτάζει κατάματα τον συγγραφέα πριν κάνει την πρώτη του κοντηλιά.
“Μπορώ” της απάντησε ετεροχρονισμένα και εκείνη γέλασε με ευγνωμοσύνη. Στάθηκε στην μέση του δωματίου και έβγαλε όλα της τα ρούχα. Έμεινε γυμνή με μόνο τα μακριά μαύρα μαλλιά της να την πλαισιώνουν. Την κοίταξε παρατηρητικά και μολονότι είχε ξαναδεί όμορφα και γυμνά κορμιά σε μοντέλα που ποζάριζαν για εκείνον, σε εκείνη έβλεπε τώρα κάτι αλλοιώτικο. Την επεξεργάστηκε καλά και έπειτα την πλησίασε από πολύ κοντά. Την έστρεψε προκειμένου να δει την πλάτη της, τράβηξε στην άκρη τα μακριά μαλλιά της και τότε είδε χαραγμένα στο κορμί της όλα τα βιβλιά του κόσμου. Όσα έχουν γραφτεί, όσα έχουν εκδοθεί και όσα έχουν παραμείνει κλειστά σε συρτάρια, όσα γράφονταν εκείνη την στιγμή, όσα έχουν χαθεί για πάντα και δύσκολα πια ο αναγνώστης μπορεί να τα εντοπίσει. Την κοίταξε εκστασιασμένος. Άγγιξε με την άκρη των δαχτύλων του την ανάγλυφη επιδερμίδα της και είδε το χέρι του να βυθίζεται μέσα στο άυλο κορμί της. Του γέλασε με κατανόηση και έκρυψε με τα χέρια της το γυμνό της στήθος. Τότε μπόρεσε και είδε και τα μικρά κόκκινα σημάδια που αιμαορραγούσαν ακόμη στην εσοχή των αγκώνων της. Το αίμα έρρεε ακόμη νωπό και έδειχναν να την πονούν. Τα έπιασε με το χέρι του. Μπορούσε να τα ψηλαφίσει δίχως να λερώνεται.
“Αυτά; Τί είναι αυτά;” την ρώτησε με αγωνία “Αυτά είναι από την εποχή της λογοκρισίας.” του είπε και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Τότε έσταξε το αίμα και στα δικά του χέρια και τον έβαψε με κόκκινο και μαύρο μελάνι. “Από τις φλέβες σου τρέχει μελάνι” είπε και γέμισαν και τα δικά του μάτια δάκρυα. “Μη, σε παρακαλώ” έκανε και του σκέπασε το στόμα με το χέρι της. “Μη με θαυμάζεις γιατί θα με φοβηθείς. Απλώς νιώσε με.” του είπε ικετευτηκά σχεδόν.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του καταφατικά και επέστρεψε στον λευκό καμβά του. Άρπαξε ένα κάρβουνο και ξεκίνησε να σχεδιάζει. Την ξάπλωσε μπροστά του στο πάτωμα έτσι ώστε να μπορεί να δει όλη την έκταση των έργων της. Διαφωτισμός, αναγέννηση, εικοστός αιώνας και βικτωριανή εποχή. Βρίσκονταν όλα εκεί μπροστά του. Όλα όσα ήθελε να δει και ποτέ του δεν τόλμησε. Όλα όσα ήθελε να μάθει και δίσταζε. Όλα όσα θεωρούσε δύσκολα, βαρετά, κουραστικά, ξεπερασμένα, ήταν όλα ζωντανά εκεί μπροστά στα μάτια και στα πινέλα του. Είχε γράμματα ακόμη και ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών της. Πίσω από τα λεπτά αυτιά της, στον ψηλό λαιμό της. Πανέμορφο πλάσμα και τόσο ιδιαίτερο. Άυλο σαν τα έργα του κι όμως τόσο ζωντανό. Αληθινό και φανταστικό συνάμμα. Άραγε να είχε ξεπηδήσει από το μυαλό του; Δεν είχε και τόση σημασία πια. Ακόμη και έτσι να ήταν πάλι υπήρχε. Ό,τι πλάθουμε ακόμη και με την φαντασία μας, υπάρχει. Γιατί είναι δημιούργημα. Και εμείς μικροί Θεοί. Οι μόνοι Θεοί στην ιστορία των Θεών που φτιαχτήκαμε από τα δημιουργήματά μας προκειμένου να τα πλάσουμε.
Έψαξε με το δάχτυλό του και βρήκε κάτι που του κέντρισε την περιέργεια. Μία μοναχή. Κάτι έλεγε κάποιος για μία μοναχή που βρίσκονταν σε ένα κελί παρά την θέλησή της. Πώς να ήταν άραγε μία όμορφη κοπέλα που την αναγκάζουν να γίνει καλόγρια; Μπορεί η ομορφιά να ξεφτύσει από τον καταναγκασμό; Ξεκίνησε να σχεδιάζει το μαύρο σχήμα. Ένα λεπτό ωχρό πρόσωπο και το δάχτυλό της με κάποιο δισταγμό ανάμεσα στα χείλη της.
“Ντιντερό” έκανε εκείνη.
Ο ζωγράφος κούνησε το κεφάλι του με ικανοποίηση. Ποτέ άλλοτε δεν του είχε βγει τόσο εύκολα ένα σχέδιο. Μα, τα είχε όλα εκεί μπροστά του τώρα, πώς θα μπορούσε να κάνει λάθος;
Συνέχισε να διαβάζει. Την γύρισε μπρούμυτα αυτή την φορά. Με την αφή ανακάλυψε κάτι τρομερό. Μεγάλα γράμματα και έντονα υποδήλωναν πάθος και ένταση. Ακούμπησε με τα δάχτυλά του το σημείο και το ένιωσε να πάλλεται.
“Από τί είσαι φτιαγμένη;” την ρώτησε σχεδόν μονολογόντας
“Από εξουσία, έρωτα και θάνατο” του απάντησε.
Επέστρεψε στο καβαλέτο του. Ακόμη ένας λευκός καμβάς που σε λίγο θα απλωνόταν επάνω του ενα μεγάλο ασημένιο φεγγάρι. Ή μάλλον όχι, όχι. Όχι ασημένιο όχι. Άλλο χρώμα θα πρέπει να έχει αυτό το φεγγάρι. Αυτό το φεγγάρι υποδηλώνει το άπιαστο, το Αδύνατο. Το σβήνει και έπειτα κάνει να το ξανασχεδιάσει. Και γιατί να είναι ολόγιομο; Ίσως να είναι μισοφέγγαρο ή ακόμη και ήλιος λαμπερός, πιο λαμπερός και από τον κανονικό ήλιο. Μα, ποτέ πριν δεν τον είχε δυσκολέψει τόσο ένα φεγγάρι. Δεν είναι όμως ένα οποιοδήποτε φεγγάρι.
“Αλμπέρ Καμί” έκανε εκείνη με τρυφερότητα
“Μάλιστα, Καμί” απάντησε εκείνος πίσω από τα μαλλιά του που έπεφταν έπανω στο γεμάτο σταγόνες μέτωπό του.
“Αυτό το φεγγάρι κατάφερε να τρελάνει τον Καλιγούλα. Πρόσεχε πως θα του φερθείς, είναι επικίνδυνο” του είπε συμβουλευτικά.
Πρώτη φορά που δεν μπορούσε να σκιτσάρει κάτι τόσο απλό. Όμως, πόσο απλό είναι το Αδύνατο; Και τί σημασία έχουν μπροστά του ο έρωτας, ο θάνατος ακόμη και η ζωή; Εκείνο το φεγγάρι στεκόταν πάνω από όλα, πίσω στον λεπτό αυχένα της όμορφης εκείνης και δέσποζε σαν άγρυπνος φρουρός υπενθυμίζοντας την αιώνια ανάγκη μας για το Αδύνατο.
Σηκώθηκε όρθια και άνοιξε τα λεπτά της πόδια. Ανάμεσα στους μηρούς της είχε γραμμένες ορισμένες άσεμνες φράσεις που όμως δεν έμοιαζαν χυδαίες. Τις μελέτησε μία προς μία προσεχτικά. Για πρώτη φορά οι λέξεις “αφοδεύω” και “γλύφω” ακούγονταν τόσο λάγνα. Τόσο αδιάντροπα ερεθιστικές. Για πρώτη του φορά στην τόση ώρα που ήταν μαζί της ένιωσε τον καβάλο του να φουσκώνει. Την έπιασε από την μέση και την έσφιξε δυνατά επάνω του. Το χέρι του χάθηκε μέσα στο άυλο κορμί της και μονομιάς έφτασε να χαιδεύει τον ευατό του. Αντικρυστά στα δυο της τρυφερά μπούτια λαξευμένα υπήρχαν τα λόγια για δύο φιλήδονες γυναίκες που αγάπησαν την έξαψη του πάθους όσο την ίδια την ζωή.
“Σε θέλω” της ψιθύρησε ξαναμμένος
“Δεν θέλεις εμένα. Την Ρεβέκα και την Ευγενία θέλεις” του απάντησε γελώντας και έριξε τα πυκνά μαύρα μαλλιά της μπροστά στο στήθος της που έστεκε σχεδόν στο ύψος των χειλιών του.
“Ποιές είναι αυτές οι μούσες της ηδονής;” την ρώτησε αχόρταγα.
“Ποιές είναι αυτές που στην θέα τους έκαναν τόσους φρόνιμους άνδρες και γυναίκες να χάσουν τα λογικά τους;” την ρώτησε καθώς άνοιγε τα πόδια της όλο και περισσότερο προκειμένου να διαβάσει ακόμη περισσότερο
“Πασκάλ Μπρυκνέρ και Μαρκήσιος Ντε Σαντ, αγαπητέ μου” του είπε λακωνικά με όλο το μεγαλείο της θείας φωνής της να πλημμυρίζει τον χώρο.
“Τα μαύρα φεγγάρια του έρωτα”. Πάλι το φεγγάρι ανάμεσά τους. Και φυσικά, “Η Φιλοσοφία στο Μπουντουάρ”. Όλο το σπίτι γέμισε παριζιάνικα αρώματα και στάλες από σωματικά υγρά. Είχε μείνει μόνος και ιδρωμένος στην μέση του ατελιέ του να κοιτάζει το κενό. Αποκαμωμένος και γαλήνιος, την είχε χάσει πια από τα μάτια του. Μόνο τα πεταμένα ρούχα της σκόρπια από δω κι από κει είχαν μείνει στην ξύλινη καρέκλα. Άρπαξε ξανά τα μολύβια του. Σχεδίασε με κάθε λεπτομέρεια τις δύο γυναίκες σφιχτά αγκαλιασμένες. Λίγη σημασία είχαν οι αποχρώσεις του δέρματος και των μαλλιών. Αυτό που έπρεπε να δεσπόζει τώρα ήταν η έκσταση. Χρειάστηκαν δύο και τρία τελάρα να τα ενώσει για να μπορέσει να χωρέσει μέσα τους όλο τον πόθο που εξέπεμπαν αυτές οι γυναίκες. Τί κι αν εκείνη είχε χαθεί, εκείνες είχαν καταφέρει να μείνουν στην μνήμη του ανεξίτηλες και τόσο ζωντανές όσο η μυρωδιά της νέας καυτής σάρκας.
Τελείωσε κι αυτό το έργο και έμεινε να το κοιτάζει για κάμποση ώρα με πραγματική λαχτάρα. Σχεδον με αποχαύνωση για αυτό που είχε καταφέρει να αποτυπώσει τόσο ζωντανά στον πελώριο πίνακά του που είχε απλωθεί μπροστά στα γεμάτα ευγνωμοσύνη μάτια του. Ήθελε να μάθει κι άλλα γι’αυτές τις δύο μούσες του έρωτα. Την αναζήτησε στον χώρο αλλά εκείνη δεν ήταν πουθενά. Είχε χαθεί όση ώρα εκείνος μέσα στο πραλλήρημα της δημιουργίας προσπαθούσε να ζωντανέψει αυτές τις δύο θεές της σαγήνης που τις χώριζαν αιώνες αλλά τις ένωναν ο πόθος και η λαγνεία. Σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να ψάχνει όλο το σπίτι. Σε μια στιγμή πέρασε μπροστά από τον καθρέφτη του μακρόστενου χωλ και είδε το είδωλό του να τον κοιτάζει από το γυαλί. Τα γένια του είχαν μακρύνει αρκετά και φαινόταν πραγματικά αποστεωμένος. Πόσος καιρός είχε περάσει από όταν είχε ξεκινήσει αυτή την αναζήτηση επάνω στο ανάγλυφο κορμί της; Του είχε φανεί μία στιγμή αλλά θα έπρεπε να είχε σπαταλήσει ημέρες στο άγγιγμά της.
Στάθηκε απελπισμένος στην κάσα της πόρτας και αναστέναξε βαθιά. Ήταν μόνος. Απαλλαγμένος από την ξαφνική και απρόσκλητη παρουσία της αλλά τόσο θλιβερά μόνος ξανά. Έριξε μια ματιά στον πίνακα που μόλις είχε τελειώσει όταν εμφανίστηκε Εκείνη. Τώρα του φαινόταν άδειος. Μισός. Κάτι έλειπε και είχε αρχίσει να καταλαβαίνει περίπου τι. Αναθάρρησε ξανά. Όχι, θα πρέπει να την βρει. Να την φέρει πίσω. Τώρα πια την χρειαζόταν. Πλέον του είχε γίνει απαραίτητη. Έπιασε το σακάκι της από την ξύλινη καρέκλα που κρεμόταν και το μύρισε. Χίλια βιβλία αναδύθηκαν. Σελίδες και εξώφυλλα, δέρματα, χαρτιά και μελάνι νωπό. Σκόνη και υγρασία.
“Με ψάχνεις;” τον ρώτησε πίσω από την πλάτη του ξαφνικά.
Τινάχτηκε επάνω έντρομος αλλά συνάμα γεμάτος χαρά και την αντίκρυσε πάλι μέσα σε ένα ολόλευκο φόρεμα αυτή την φορά. Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα ψηλά και τα χείλη της βαμμένα κόκκινα τόσο έντονα που θαρρείς και αιμορραγούσαν.
“Μα, πού ήσουν;” την ρώτησε με αγωνία
“Όσο θα πλησιάζεις τους ήρωές μου, τόσο θα χάνεις εμένα. Σημασία δεν θα έχω εγώ, αλλά εκείνοι. Θα ζουν για σένα, από εσένα.” του απάντησε προειδοποιητικά.
“Κάθισε να συνεχίσουμε” την παρακάλεσε και την έπιασε από το χέρι.
Ένιωσε, τότε, κάτι τρυφερό μέσα από την παλάμη της και στην προσπάθειά του να δει τί ήταν αυτό που του κέντρισε το ενδιαφέρον μία πεταλούδα πέταξε μέσα από την χούφτα της και χάθηκε στο σκοτεινό ατελιέ.
“Σαν παραμύθι!” έκανε κοιτάζοντας την πεταλούδα να εξαφανίζεται και τότε επέστρεψε πιο περίεργος στο κείμενο του χεριού της. Της τράβηξε το αραχνούφαντο μανίκι μέχρι τον αγκώνα και είδε γεμάτα ζωντάνια να ξεπετάγονται γράμματα από το λευκό αδύνατο χέρι της.
Έπιασε γεμάτος σιγουριά ένα νέο τελάρο και ξεκίνησε να σχεδιάζει με ορμή. Μία πλουμιστή στολή. Μάλλον αυτοκράτορα. Χρυσάφι και ασήμι και μετάξι. Πόσα χρώματα έπρεπε να ξοδευτούν για κάτι που δεν περιγράφθηκε ποτέ αλλά κόστισε μία ισχυρή προσωπικότητα και μία λερωμένη αξιοπρέπεια; Πόση μαεστρία θα πρέπει να επιστρατευθεί για να πάρει μορφή κάτι που δεν υπήρξε στην παγματικότητα; Διότι, δεν υπήρξε.
“Ο Βασιλιάς είναι γυμνός!” είπε εκείνη όσο τον έβλεπε να αγωνιά για την πιστή αναπαράσταση της πιο γνωστής φορεσιάς στην ιστορία των φορεσιών. Ίσως ένα παιδί να μπορούσε να σχεδιάσει πιο εύκολα αυτό που εκείνος προσπαθούσε να προσεγγίσει στο ελάχιστο. Έπρεπε να ξαναγίνει παιδί και να θυμηθεί τα λόγια αυτού του παραμυθιού. Με πόση λαχτάρα περίμενε κι εκείνος μέρες και νύχτες να ετοιμαστούν, επιτέλους, τα καινούρια ρούχα του αυτοκράτορα, πόσο ήθελε έπειτα να του πει ότι κι εκείνος δεν έβλεπε τίποτε όπως ο πρωθυπουργός του αλλά και ο ίδιος ακόμη και τελικά πόσο πικράθηκε για τον άτυχο ματαιόδοξο ηγεμόνα όταν εμπρός σε όλο τον λαό του ένα παιδί φανέρωσε την γύμνια του.
“Χανς Κρίστιαν Άντερσεν” την άκουσε να λέει περήφανα και γύρισε προς το μέρος της. Το είχε καταφέρει και αυτό. Εκείνη έστεκε με θαυμασμό και επεξεργαζόταν την φορεσιά που δεν φορέθηκε ποτέ. Του χαμογέλασε πλατιά και έπειτα έλυσε τα μακριά μαλλιά της. Έκανε μία κίνηση με το ανάποδο της παλάμης της και ξέβαψε το κόκκινο κραγιόν από τα χείλη της. Έτσι αχτένιστη και μουντζουρωμένη, σαν γυναίκα που μόλις είχε καβγαδίσει με κάποιον άσχημα – μάλλον με τον άντρα της – έμεινε να την θαυμάζει για τον τρόπο που είχε να μεταμορφώνεται σε ό,τι μπορούσε να φανταστεί ανθρώπινος νους. Έκανε μία στροφή γύρω από τον εαυτό της και στάθηκε ξανά μπροστά του βαστώντας στα χέρια της μία νυφιάτικη ανθοδέσμη και φορώντας στα μαλλιά της ένα γαμήλιο στεφάνι. Στα δάχτυλά της που πλέκονταν απαλά γύρω από τις κάτασπρες παιώνιες γυάλιζαν τρείς χρυσές βέρες. Το πρόσωπό της ήταν σκυθρωπό μολονότι νύφη και τα μάτια της υγρά και ταλαιπωρημένα.
“Νίνα!” αναφώνησε εκείνος γεμάτος λαχτάρα.
“Σε ξέρω Νίνα! Σε ξέρω εσένα!” της είπε και έπεσε στα πόδια της ξεσπώντας σε κλάμματα.
Άρπαξε το τελευταίο τελάρο που είχε απομείνει και σχεδίασε έναν μεγάλο σταυρό. Μαρμάρινο βαρύ σταυρό από αυτούς που στέκουν αγέρωχοι επάνω στους τάφους. Τόσος βαρύς φαινόταν που ήταν αδύνατον να τον σηκώσει η γριά γυναίκα με το μαύρο σάλι που τον κουβαλούσε στις πλάτες της. Τόσο οξύμωρη εικόνα να αναπαραστήσεις μία νύφη. Ή μάλλον έναν γάμο. Ή καλύτερα τρείς.
“Η κυρά Εκάβη” έκανε και τα μάτια του έτρεχαν ποτάμια όσο ένα γέλιο έβγαινε πνιχτό από το ξερό του στόμα που είχε ώρες ίσως και μέρες να βραχεί με νερό.
“Κώστας Ταχτσής” απάντησε εκείνη δίνοντας μία και βγάζοντας από το κεφάλι της το φριχτό μαραμένο στεφάνι που όσο έμενε επάνω της σάπιζε και τα φύλλα από τους ανθούς του έπεφταν και χάνονταν. Οι παιώνιες έγειραν θλιβερές και τα δάχτυλά της αδυνάτισαν τόσο πολύ που οι βέρες χτύπησαν στο πάτωμα αφήνοντας έναν μεταλλικό ήχο να σπάσει την βαριά σιωπή του σκοτεινού ατελιέ.
Μία κατσαρίδα άρχισε να κόβει βόλτες ανάμεσά τους. Μία μεγάλη καφετιά ολοζώντανη κατσαρίδα. Εκείνη έσκυψε και την πήρε στα χέρια της. Η κατσαρίδα μεγάλωσε τόσο που γέμισε την αγκαλιά της. Την χάιδευε τρυφερά και την φίλησε στο στόμα.
“Γκρέγκορ!” είπε τρυφερά και το ζωύφιο κούνησε τις κεραίες του χαρούμενα. Την ήξερε. Είχε μείνει πολύ καιρό κλεισμένη στο μπαούλο του δημιουργού της μέχρι να την εντοπίσουν και να την φέρουν στο φως. Πόσο άδικο να την κατέτρωγε η ανυπαρξία;
“Κάφκα” αναστέναξε εκείνος και κοίταξε απελπισμένα γύρω του. Δεν είχε άλλο τελάρο και τα χρώματα πια κόντευαν να στερέψουν και αυτά.
Άδειασε τον μεγάλο τοίχο του ατελιέ του. Τράβηξε στο πλάι το παλιό γραφείο του και άρπαξε την σκάλα εργασίας. Σκαρφάλωσε στο πιο ψηλό σκαλί και έβγαλε ένα σπρέι από την πίσω τσέπη του παντελονιού του. Όλος ο τοίχος έγινε μία πελώρια κατσαρίδα. Η κατσαρίδα. Η μόνη κατσαρίδα που είχε υπάρξει στυλοβάτης και κατέληξε βαρίδι της ίδιας της της οικογένειας.
“Ω, Γκέργκορ!” συνέχιζε Εκείνη να αναστενάζει και να χαιδεύει το έντομο όσο η μορφή του έπαιρνε διαστάσει υπερμεγέθεις στον κεντρικό τοίχο του διαμερίσματος.
Ένα εκθαμβωτικό γκράφιτι είχε γεμίσει τώρα όλο τον χώρο. Το ατελιέ δεν θα ήταν ποτέ πια το ίδιο. Εκστασιασμένος ο ζωγράφος έδωσε ένα σάλτο και κατέβηκε από την σκάλα. Κάθισε να θαυμάσει και ο ίδιος το δημιούργημά του όταν μία γυναίκα πέρασε από μπροστά του, στάθηκε για λίγο αμίλητη και χάθηκε μέσα στον χρωματισμένο τοίχο.
Σάστισε και έκανε να χτυπήσει το τσιμέντο με το χέρι του για να την πιάσει αλλά είχε χαθεί. Άρχισε να ψάχνει στον χώρο αλλοπρόσαλα. Ποιά ήταν πάλι αυτή; Την είχε δει ή είχε νομίζει ότι την είχε δει; Θα έπρεπε να τρελαίνεται πια. Πάνε ημέρες που είναι μόνος σε αυτό το διαμέρισμα με τα κλειστά παντζούρια, σίγουρα έχει αρχίσει να του στρίβει. Ναι, να του στρίβει. Μα, αυτό είναι! Αυτό είναι!
Αναθάρρησε και έκανε να ψάξει με το βλέμμα του Εκείνη με την κατσαρίδα στα χέρια της. Τώρα καθόταν στην ξύλινη καρέκλα, ντυμένη με το ανδρόγυνο κοστούμι της και κάπνιζε ένα από τα βαριά τσιγάρα της.
“Αναζητάς κάποιον;” τον ρώτησε μάλλον ειρωνικά
“Την είδες κι εσύ; Την είδες, έτσι δεν είναι;” την ρώτησε γεμάτος αγωνία
“Δεν καταλαβαίνω τί μου λες” του είπε και έριξε λίγη από την στάχτη της στο πάτωμα.
“Λοιπόν, πρέπει να φύγω, αγαπητέ μου” του είπε και φόρεσε το σακάκι της.
“΄Να φύγεις; Να φύγεις; Δεν μπορείς να φύγεις τώρα! Δεν μπορείς να με αφήσεις τώρα μόνο μου μαζί της, αφού και εσύ την είδες, πες μου την αλήθεια σε παρακαλώ!” την ικέτεψε ξανά και σχεδόν έπεσε στα πόδια της όσο η άλλη γυναίκα με το μαύρο μακρύ φόρεμα και το μαύρο πέπλο έστεκε μπροστά του κοιτώντας τον επίμονα. Δεν μπορούσε να αντισταθεί στο ανύπαρκτο βλέμμα της. Σαν να μην είχε πρόσωπο.
Δεν μπορούσε να την περιγράψει, σαν να ήταν μία σκια, μία ολοζώντανη σκιά. Σηκώθηκε αργά από το πάτωμα και σχεδόν έρπωντας πήγε προς το μέρος της. Εκείνη βλοσυρή, με τα χέρια σταυρωμένα απαλά πάνω στο κατάμαυρο πλούσιο αναγεννησιακό φόρεμά της, έστεκε και τον κοίταζε μέσα σε ένα άδειο από πρόσωπο μαντήλι. Δεν είχε μορφή. Πώς θα την αποτύπωνε; Το μόνο που εξέπεμπε ήταν τρόμος. Καμία άλλη αίσθησε δεν ήταν τόσο έντονη πέρα από τον αμίλειγκτο φόβο που ξεχυνόταν από την επιβλητική παρουσία της. Περίμενε να σαλέψει, να του μιλήσει, να αντιδράσει αλλά εκείνη απλώς έστεκε και τον κοιτούσε επίμονα δίχως να τον βλέπει.
Κάποτε την πλησίασε ακόμη πιο πολύ και μες στην απελπισία του τράβηξε τα μαλλιά του που πια είχαν μακρύνει αρκετά πίσω από το γερασμένο μέτωπό του. Θέλησε να σκίσει το λευκό φανελάκι που φορούσε. Είχε απομείνει μόνος στο σκοτεινό ατελιέ του με μία μαυροφορεμένη γυναίκα, μία γιγάντια κατσαρίδα στον τοίχο και ένα σωρό πίνακες πεταμένους απο δώ κι από κει. Αυτό ήταν καθαρή παράνοια. Αυτό ήταν “Το στρίψιμο της βίδας”.
“Δεσποινίς Τζέσελ!” έκανε ξέπνοα
“Δεσποινίς Τζέσελ, είστε πράγματι εσείς” επανέλαβε και άρχισε να ψάχνει χτυπώντας τα γόνατά του στις γωνίες των λιγοστών επίπλων για ένα μολύβι προκειμένου να σχηματίσει την εικόνα της. Μάταια έψαχνε, δεν υπήρχε τίποτα πια. Όλα τα υλικά του είχαν σωθεί και μόνο λίγη μαύρη μπογιά είχε απομείνει. Μην έχοντας άλλη επιλογή, έβγαλε το φανελάκι του και ξάπλωσε στο πάτωμα. Πήρε την μαύρη μπογιά και ένα από τα πινέλα του, το έγλυψε προκειμένου να το ξεπλύνει μιας και ούτε νερό είχε πλέον και ζωγράφισε πάνω στο στέρνο του την γυναικεία φιγούρα που έστεκε εκεί μπροστά του. Του έκανε την χάρη, θα λέγαμε, και δεν κουνήθηκε καθόλου από την θέση της μέχρις ότου εκείνος τελεώσει το πολύ απλό της σκίτσο και παρέμεινε ακλόνητη ακόμη και όταν σηκώθηκε γεμάτος ικανοποίηση, βουτηγμένος κυριολεκτικά στην μαύρη μπογιά, πασαλλειμένος με χρώμα έως μέσα στο στόμα του. Τώρα είχε γίνει ολόκληρος ένα έργο τέχνης. Δεν έμενε πια τίποτε άλλο. Όλα είχαν τελειώσει.
“Χένρυ Τζέημς” βγήκε μία συρτή φωνή από το στόμα της γυναίκας με τα μαύρα.
Την γνώριζε αυτή την φωνή. Την είχε τόσο πρόσφατη.
Έκανε δειλά πίσω το πέπλο της και σαν να το περίμενε, εμφανίστηκε πάλι Εκείνη. Εκείνη που τελικά δεν είχε φύγει στιγμή από δίπλα του ακόμη και όσο εκείνος ζωγράφιζε πάνω στον σαρκικό του καμβά.
“Εσύ!” της είπε προτάσσοντας τον δείκτη του χεριού του στο μέρος της με πάθος που δήλωνε θυμό και θαυμασμό ταυτόχρονα.
“Εσύ ήσουν λοιπόν, εσύ!”
“Σε είχα προειδοποιήσει” του γέλασε και γύρισε να φύγει.
Έτρεξε να την αράξει από το χέρι αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να πέσει στο πάτωμα ηττημένος. Δεν μπορούσε να την εμποδίσει. Δεν μπορούσε να την πιάσει καν.
Εκείνη άνοιξε την εξώπορτα, γύρισε και τον κοίταξε με τα γεμάτα παρατηρητικότητα μάτια της και του χαμογέλασε με το πιο γλυκό της βλέμμα.
“Μην φέυγεις” τα μάτια του κυλούσαν ποτάμια και ξέβαφαν την μαύρη φιγούρα στο στέρνο του.
Έμεινε μόνος πια ανάμεσα στις δημιουργίες του. Τα κοίταξε όλα ξανά, ένα προς ένα, από την αρχή. Αυτή η επίσκεψη του είχε στοιχίσει μια ολόκληρη ζωή. Τα χέρια του ήταν βαμμένα με χρώματα, το πρόσωπό του μουντζουρωμένο, το ατελιέ του γεμάτο εικόνες μαγικές που αν κρατούσες για λίγο την ανάσα σου, μπορούσες να τις ακούσεις να μιλούν. Να ψιθυρίζουν τις ιστορίες τους. Να συνεχίζουν να ζουν και μετά από εσένα. Και πέρα από την δημιουργία σου. Δεν τον είχαν ανάγκη πια. Εκείνος τις είχε. Ή μάλλον Εκείνη είχε ανάγκη. Την χρειαζόταν όσο ποτέ πριν, τόσο που απορρούσε πώς ζούσε δίχως να την γνωρίζει.
Άνοιξε με φόρα τα για χρόνια σφαλισμένα παντζούρια. Έδωσε μία και έσπασε την κλειδαριά της μπαλκονόπορτας. Εκείνη μόλις είχε βγει στον ερημικό δρόμο και έτρεχε προς την μεγάλη κατηφόρα που στο τέλος της απλώνονταν η φωτισμένη πόλη. Της φώναξε, Εκείνη για μια στιγμή τον κοίταξε αλλά έπειτα συνέχισε τον δρόμο της ακλόνητη.
Ανέβηκε στο περβάζι του μπαλκονιού και στάθηκε για λίγο ανάμεσα στο κενό και την βεβαιότητα του παραπετάσματος. Κοίταξε κάτω. Κοίταξε γύρω του. “Και ο ουρανός. Θα είναι βαρύς ο ουρανός, είχε σκεφτεί, θα γυρνά αλλού το όμορφο πρόσωπό του. Αλλά να’τος. Σταχτύς, ωχρός, με τεράστια μυτερά σύννεφα να τρέχουν πάνω του.”
Εκείνη πια είχε χαθεί από τον ορίζοντα. Η νύχτα έπεφτε αργά στους ώμους του. “Τον δειλό Σέπτιμους Γουόρεν Σμιθ” ακούστηκε μία φωνή καθώς άρχισε η όμορφη πτώση του. Ένας ηλικιωμένος που κατέβαινε εκείνη την ώρα την σκάλα στάθηκε και τον κοίταζε. Ήταν πια ο ίδιος ένα ζωντανό έργο τέχνης. Είχε γίνει ολόκληρος η τέχνη. Είχε θυσιαστεί για αυτήν και αυτό ήταν το μόνο που πλέον είχε σημασία. Διότι, τί θα ήταν πια η ζωή δίχως Εκείνη;
“Βιρτζίνια Γουλφ”ακούστηκε η φωνή της καθώς έστριβε στην άλλη γωνία αλλά ο κρότος από το κορμί του κατάπιε και τις λέξεις.
Ξημέρωνε.
Music Art Magazine
- ”με λένε Γιώργο” – ένας μονόλογος για τη διαφορετικότητα του Δημήτρη Οικονόμου
- Dan Lish: ”Art can be Medicine, magic, meditative and healing”…
0