Η οδύσσεια ενός αστέγου
Από την Κέλλυ Φαναριώτη
«Βρίσκομαι σε ένα παρκάκι καθισμένος στο τσιμεντένιο παγκάκι να χαζεύω τους περαστικούς παριστάνοντας τον αδιάφορο, έναν απλό επισκέπτη δηλαδή. Μόνο που εδώ θα βγάλω την πρώτη νύχτα της αστεγίας μου και δεν το έχω ακόμα χωνέψει». Τα παραπάνω λόγια είναι από το ημερολόγιο του 67χρονου Γιώργου Μπαρκούρη, πρώην παραγωγού της ΕΡΤ και μετέπειτα υπαλλήλου του υπουργείου Εξωτερικών που πριν κάποια χρόνια έχασε τη δουλειά του κι έμεινε άστεγος.
Όταν μετά τις εκλογές του 2007 έμεινε άνεργος, δε φανταζόταν την τροπή που θα έπαιρνε η ζωή του. Τις πρώτες ημέρες επιβίωνε με τα χρήματα που είχε στην άκρη ενώ παράλληλα απευθύνθηκε σε φίλους και συγγενείς προκειμένου να μεσολαβήσουν ώστε να βρει μια δουλειά. Αυτό δεν κατέστη δυνατό, το οικονομικό του απόθεμα τελείωσε και λίγες ημέρες πριν βρεθεί αντιμέτωπος με τον εφιάλτη του δρόμου και τη βιαιότητα που αυτός συνεπάγεται, φιλοξενήθηκε από μια φίλη του. Μάλιστα, το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει και η απόγνωση που βίωνε ήταν τέτοια, που του προκάλεσαν σκέψεις αυτοκτονίας. «Ένα πρωί κι ενώ έπινα τον καφέ μου στο σπίτι της φίλης που με φιλοξενούσε, είχα πολύ έντονο άγχος κι έπιασα τον εαυτό μου να ψάχνει τρόπους αυτοκτονίας. Τηλεφώνησα σε ένα φίλο μου ψυχίατρο για να του εξηγήσω τι μου συμβαίνει. Πήγα στο ιατρείο του, διαγνώστηκα με βαριά κατάθλιψη αλλά την απόφασή μου την είχα πάρει, δεν θα έμενα άλλο στη φίλη μου. Δεν ήθελα να την επιβαρύνω άλλο παρόλο που ποτέ δε μου είπε να φύγω από το σπίτι της. Βγήκα στο δρόμο», μου λέει.
Τις πρώτες νύχτες της βίαιης αυτής πραγματικότητας την οποία κλήθηκε να αντιμετωπίσει, τις πέρασε σκεπτόμενος πώς έφτασε ως εκεί , με ποιον τρόπο θα προστατέψει τον εαυτό του ενώ παράλληλα τον κυρίευε ο φόβος ότι θα χάσει τα λογικά του. «Όταν αλλάζεις τόσο απότομα τρόπο ζωής, αλλάζει η ψυχολογία σου. Είναι ένα βίαιο σοκ όλο αυτό. Σκέφτεσαι ότι αν σε πάρει ο ύπνος θα σε κλέψουν. Υπάρχει ανασφάλεια και έλλειψη ιδιωτικότητας. Την τρίτη μέρα γνώρισα άλλους άστεγους που τριγυρνούσαν στο ίδιο μέρος και αισθάνθηκα μια συντροφικότητα. Εμφανίστηκε κι ένα σκυλάκι που μας έκανε παρέα και επειδή έχω αδυναμία στα ζώα, το φιλοξένησα στην κουβέρτα μου και ξαφνικά είχα μια αγκαλιά μέσα στο χάος», σημειώνει.
Ο Γιώργος Μπαρκούρης
Λίγο καιρό μετά βρέθηκε σε μια δομή αστέγων που εκτός από κρεβάτι και φαγητό του έδωσε τη δυνατότητα να προσφέρει με τη σειρά του βοήθεια σε άλλους ανθρώπους που έχασαν την εστία τους. «Μοίραζα φαγητό και κουβέρτες κάθε βράδυ. Σκεφτόμουν μόνο πως θα βοηθήσω τους άλλους. Οι άνθρωποι της δομής ήξεραν ότι ήμουν 18 χρόνια εξωτερικός παραγωγός στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ ενώ παράλληλα έστηνα ραδιοφωνικούς σταθμούς και μου ζήτησαν να φτιάξω ένα διαδικτυακό ραδιόφωνο. Δεν είχα πλέον χρόνο για ψυχολογικά προβλήματα». Πάντως, εκτός από τη δημιουργικότητα αλλά και την ευκαιρία να προσφέρει με όποιον τρόπο μπορεί σε συνανθρώπους του που από τη μια στιγμή στην άλλη έχασαν τα πάντα, δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Γιώργος κινδύνεψε μέσα στη δομή να χάσει τη ζωή του εξαιτίας της βιαιότητας κάποιων ανθρώπων με τους οποίους ήταν αναγκασμένος να συμβιώνει. «Μια μέρα ένας άνδρας με τον οποίο μέναμε μαζί στον ίδιο θάλαμο, ήθελε να με σφάξει, ξαφνικά. Ένας άλλος πάλι που καθόταν στο απέναντι κρεβάτι από εμένα, σηκώθηκε ένα βράδυ και μιλούσε μόνος του ενώ δεν υπήρχε κανείς άλλος στο δωμάτιο. Είχε παραισθήσεις. Καταφέραμε μαζί με άλλους να τον βγάλουμε έξω να πάρει αέρα και έγινε χειρότερα, άρχισε να μας απειλεί. Άνθρωποι που έμειναν για πολύ καιρό μόνοι τους στο δρόμο, μπήκαν σε μια κατάσταση από την οποία ήταν πολύ δύσκολο να φύγουν. Όταν μείνει κάποιος στο δρόμο χωρίς τη βοήθεια των άλλων, σίγουρα θα μπει σε έναν κυκεώνα συναισθημάτων και από τη βαριά κατάθλιψη θα περάσει ενδεχομένως στη σχιζοφρένεια. Το είδα μπροστά στα μάτια μου να συμβαίνει».
Σήμερα ο Γιώργος πατά ξανά στα πόδια του διότι μετά από κάποια δύσκολα χρόνια, στη διάρκεια των οποίων ξεπέρασε τον ίδιο του τον εαυτό, διδάσκει πληροφορική σε άστεγους, άνεργους, πρόσφυγες και μετανάστες μέσω ενός προγράμματος που χρηματοδοτεί η Microsoft και ο μισθός του έδωσε τη δυνατότητα να νοικιάσει ξανά σπίτι. «Ο χώρος εργασίας μου είναι το σπίτι της αντάρτισσας Λέλας Καραγιάννη, ένας χώρος μαγικός. Στην επιστροφή προς το σπίτι μου, όση ώρα δηλαδή βρίσκομαι στο δρόμο, αισθάνομαι χάλια. Ο δρόμος μου προκαλεί ανασφάλεια εξαιτίας της κατάστασης που βίωσα. Μόλις μπαίνω σπίτι όλα είναι μια χαρά, όλα αλλάζουν. Το μετατραυματικό σύνδρομο δεν ξέρω αν θα μου φύγει ποτέ», τονίζει. Εκείνο που τον συγκλόνισε περισσότερο κατά την περίοδο που ζούσε στο δρόμο αλλά και αργότερα, όταν προσέφερε τη βοήθειά του σε άλλους άστεγους, είναι το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς δεν δέχτηκαν να μπουν σε μια δομή αλλά προτιμούσαν να μείνουν στο δρόμο. «Ήθελαν την ελευθερία τους, έτσι μου έλεγαν. Όταν μια μέρα επισκέφτηκα στον Άλιμο έναν άστεγο ποιητή και του είπα να έρθει μαζί μου στη ΜΚΟ, μου απάντησε πως αν φύγει από το δρόμο θα χάσει το ταλέντο του».
Η ιστορία του έγινε ντοκιμαντέρ
Η ιστορία του 67χρονου άνδρα κέντρισε πριν από κάποια χρόνια το ενδιαφέρον του βραβευμένου σκηνοθέτη Αντώνη Τολάκη, ο οποίος το 2012, κινηματογράφησε τη ζωή του. «Ήταν η περίοδος που η σημαία της παλιάς, επίπλαστης ευημερίας ανέμιζε πια κουρελιασμένη. Σε κάθε ‘’σπίτι΄΄ από χαρτόκουτα, σε κάθε απόμερο παγκάκι, συναντούσα ανθρώπους που μέσα σε μια μέρα έχασαν τη ζωή τους και την ίδια στιγμή, ο κόσμος που τους συναντούσε στο πεζοδρόμιο ή στις σκοτεινές εισόδους των πολυκατοικιών κοίταζε αλλού, απέστρεφε το βλέμμα του ενστικτωδώς, ίσως για να μην δει κατάματα μια ιστορία στην οποία κατά κάποιο τρόπο είναι συμμέτοχος. Ξεκίνησα, λοιπόν, να κινηματογραφώ την καθημερινότητα του Γιώργου για να διερευνήσω αυτή τη διττή υπόθεση, να κατανοήσω αυτήν την αποστροφή του βλέμματος από τις τόσο θλιβερές ιστορίες που υπάρχουν γύρω μας και μας στοιχειώνουν», μου λέει ο σκηνοθέτης.
Τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ με τίτλο «Αύριο στη Μάχη να με σκεφτείς» ολοκληρώθηκαν το 2014, όταν πια ο Γιώργος ήταν ψυχολογικά έτοιμος να επικοινωνήσει ξανά με την κόρη του, με την οποία είχε να μιλήσει τρία χρόνια. Στην ταινία, λίγο πριν το τέλος, θα την πάρει τηλέφωνο, αλλά δεν θα της ζητήσει τίποτα. Θα της πει μόνο: ‘’ο Γιώργος είμαι, ο πατέρας σου, ο μπαμπάς..’’
«Επέλεξα να αφηγηθώ την δική του ιστορία για να σκιαγραφήσω τον εσωτερικό κόσμο του άστεγου, τις λεπτές συναισθηματικές διακυμάνσεις του ανθρώπου που μπορεί να μην ‘’τα κατάφερε στη ζωή’’ αλλά εντούτοις στάθηκε απέναντι της με περηφάνια. Ο Γιώργος προτίμησε να μείνει άστεγος παρά να επιβαρύνει την οικογένειά του ή τους φίλους του», αναφέρει ο κ. Τολάκης τονίζοντας πως το ντοκιμαντέρ δεν σκιαγραφεί απλά το ψυχολογικό πορτραίτο του άστεγου αλλά είναι ένα κοινωνικό σχόλιο για την υπόσταση της ελληνικής οικογένειας, ένας προβληματισμός που τελικά εκθέτει τα αισθήματα ενοχής και τις τύψεις ολόκληρης της κοινωνίας μας.
«Ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία, που μου έδειχνε πως οι ζωές των ανθρώπων δεν χάνονται όσο υπάρχει εκείνη η τρυφερή συγκατάβαση που προσφέρει απλόχερα η αγάπη. Τώρα που ο Γιώργος δεν είναι πια άστεγος, τώρα που έχει μια δουλειά, ένα δικό του σπίτι, σκέφτομαι συχνά τη φράση του Σεφέρη: ‘’ Το σπίτι είναι το φως… Και το φως δεν το εξηγεί κανείς, το βλέπει’’», καταλήγει ο κ. Τολάκης.
0